θερμαντικος

θερμαντικος
    θερμαντικός
    3
    1) способный нагревать
    

(τὸ πῦρ Arst.; τι τῆς ὕλης Plut.)

    2) перен. разгорячающий, горячительный
    

τὸ τῆς ψυχῆς θερμαντικόν Plat. — согревающее душу (о вине)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θερμαντικος" в других словарях:

  • θερμαντικός — capable of heating masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντικός — ή, ό (ΑΜ θερμαντικός, ή, όν) [θερμαντός] ο ικανός να θερμαίνει, αυτός που παράγει θερμότητα, ο θερμογόνος («τὸ μὲν τῆς ψυχῆς μετὰ τοῡ σώματος θερμαντικὸν οἶνος», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το θερμαντικό κάθε θερμό υγρό που λαμβάνεται για… …   Dictionary of Greek

  • θερμαντικός — ή, ό αυτός που παράγει ή παρέχει θερμότητα: Θερμαντική δύναμη. – Θερμαντικό ποτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμαντικά — θερμαντικός capable of heating neut nom/voc/acc pl θερμαντικά̱ , θερμαντικός capable of heating fem nom/voc/acc dual θερμαντικά̱ , θερμαντικός capable of heating fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντικώτερον — θερμαντικός capable of heating adverbial comp θερμαντικός capable of heating masc acc comp sg θερμαντικός capable of heating neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντικωτέρων — θερμαντικός capable of heating fem gen comp pl θερμαντικός capable of heating masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντικῶν — θερμαντικός capable of heating fem gen pl θερμαντικός capable of heating masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντικόν — θερμαντικός capable of heating masc acc sg θερμαντικός capable of heating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντικώτατα — θερμαντικός capable of heating adverbial superl θερμαντικός capable of heating neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντικώτατον — θερμαντικός capable of heating masc acc superl sg θερμαντικός capable of heating neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντικαῖς — θερμαντικός capable of heating fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»